pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
SOURCE Definition & Meaning - Merriam-Webster
Learn the various meanings and uses of the word source, from a generative force to a point of origin to a document or reference. See synonyms, examples, etymology, and related phrases for source.
SOURCE Definition & Meaning - Merriam-Webster

Learn the various meanings and uses of the word source, from a generative force to a point of origin to a document or reference. See synonyms, examples, etymology, and related phrases for source.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: source definition
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα English (Cyprus)
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
SOURCE | English meaning - Cambridge Dictionary
Learn the meaning of source as a noun and a verb in English, with synonyms, collocations and usage examples. Find out how to use source in different contexts, such as business, academic and American English.
SOURCE | English meaning - Cambridge Dictionary

Learn the meaning of source as a noun and a verb in English, with synonyms, collocations and usage examples. Find out how to use source in different contexts, such as business, academic and American English.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: source definition
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα English (Cyprus)
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
Source - Definition, Meaning & Synonyms | Vocabulary.com
The noun source describes an origin, like the source who gave the journalist the information that broke a new story, or the place something originates, like the source of a river, or the Web site that is your source for celebrity gossip.
Source - Definition, Meaning & Synonyms | Vocabulary.com

The noun source describes an origin, like the source who gave the journalist the information that broke a new story, or the place something originates, like the source of a river, or the Web site that is your source for celebrity gossip.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: source definition
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα English (Cyprus)
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
Source Definition & Meaning | Britannica Dictionary
Learn the meaning of source as a noun, with examples of different uses and contexts. Source can refer to a provider, a cause, a source of information, or the origin of a stream or river.
Source Definition & Meaning | Britannica Dictionary

Learn the meaning of source as a noun, with examples of different uses and contexts. Source can refer to a provider, a cause, a source of information, or the origin of a stream or river.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: source definition
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα English (Cyprus)
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
Source - definition of source by The Free Dictionary
A source is a person, thing, or activity from which something comes or is obtained. The web page provides various definitions of source from different dictionaries, as well as synonyms, related terms, and usage examples.
Source - definition of source by The Free Dictionary

A source is a person, thing, or activity from which something comes or is obtained. The web page provides various definitions of source from different dictionaries, as well as synonyms, related terms, and usage examples.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: source definition
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα English (Cyprus)
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
SOURCE definition and meaning | Collins English Dictionary
Learn the various meanings and uses of the word source, such as the origin, cause, or supplier of something. See examples, synonyms, and pronunciation of source in British and American English.
SOURCE definition and meaning | Collins English Dictionary

Learn the various meanings and uses of the word source, such as the origin, cause, or supplier of something. See examples, synonyms, and pronunciation of source in British and American English.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: source definition
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα English (Cyprus)
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
source noun - Definition, pictures, pronunciation and usage notes ...
Learn the meaning, pronunciation and usage of the word source, a noun that can refer to a place, person or thing that provides or causes something. Find out the difference between primary and secondary sources, idioms and collocations with source, and related topics.
source noun - Definition, pictures, pronunciation and usage notes ...

Learn the meaning, pronunciation and usage of the word source, a noun that can refer to a place, person or thing that provides or causes something. Find out the difference between primary and secondary sources, idioms and collocations with source, and related topics.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: source definition
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα English (Cyprus)
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
SOURCE - Definition & Translations | Collins English Dictionary
Learn the meaning, pronunciation, and usage of the word "source" in English and other languages. Find out how to use it as a noun, verb, or adjective in different contexts and sentences.
SOURCE - Definition & Translations | Collins English Dictionary

Learn the meaning, pronunciation, and usage of the word "source" in English and other languages. Find out how to use it as a noun, verb, or adjective in different contexts and sentences.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: source definition
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα English (Cyprus)
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
663 Synonyms & Antonyms for SOURCE | Thesaurus.com
Find 663 different ways to say SOURCE, along with antonyms, related words, and example sentences at Thesaurus.com.
663 Synonyms & Antonyms for SOURCE | Thesaurus.com

Find 663 different ways to say SOURCE, along with antonyms, related words, and example sentences at Thesaurus.com.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: source definition
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα English (Cyprus)
pw-eyes pw-eyes
PrivateView

Νέο! Ιδιωτική Προβολή

Δοκιμαστική Έκδοση
Προβάλετε ιστότοπους απευθείας από τη σελίδα αποτελεσμάτων αναζήτησης, διατηρώντας την ανωνυμία σας.
Meaning of source – Learner’s Dictionary - Cambridge Dictionary
Learn the meaning of source as a noun for origin or person who provides information. See translations of source in different languages and examples of usage.
Meaning of source – Learner’s Dictionary - Cambridge Dictionary

Learn the meaning of source as a noun for origin or person who provides information. See translations of source in different languages and examples of usage.

Επίσκεψη visit
copy Αντιγράφηκε
copy copy

Δείτε την αποθηκευμένη έκδοση

Η αναζήτησή σας και αυτό το αποτέλεσμα

  • Το όρος αναζήτησης εμφανίζεται στο αποτέλεσμα: source definition
  • Ο ιστότοπος ταιριάζει με έναν ή περισσότερους από τους όρους αναζήτησής σας
  • Άλλοι ιστότοποι που περιλαμβάνουν τους όρους αναζήτησής σας συνδέονται με αυτό το αποτέλεσμα
  • Το αποτέλεσμα είναι στη γλώσσα English (Cyprus)